- εἰρηνοποιήσῃ
- εἰρηνοποιέωto make peaceaor subj mid 2nd sgεἰρηνοποιέωto make peaceaor subj act 3rd sgεἰρηνοποιέωto make peacefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρηνοποίηση — η (AM εἰρηνοποίησις) αποκατάσταση τής ειρήνης, η συνθήκη ειρήνης … Dictionary of Greek